Μπορεί να μάθει ένα παιδί δύο ξένες γλώσσες από τον πρώτο χρόνο της ζωής του;
Η μεγάλη αύξηση του τουρισμού, η Ευρώπη χωρίς σύνορα που επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση και ανεύρεση εργασίας σ όλα τα κράτη-μέλη της και διάφοροι άλλοι παράγοντες,έχουν δημιουργήσει μια νέα τάξη πραγμάτων στις σχέσεις των δύο φίλων. Εμφανίζονται όλο και περισσότερα νεαρά ζευγάρια που μιλούν διαφορετικές γλώσσες.
Η οικογένεια που στη συνέχεια δημιουργείται βρίσκεται αντιμέτωπη με ορισμένα ερωτήματα:
Πώς πρέπει να μιλά κανείς με το παιδί;
Μπορεί άραγε η διγλωσσία να δημιουργήσει προβλήματα στην ανάπτυξη του λόγου;
Πότε και πώς πρέπει να ξεκινά ένα παιδί να μαθαίνει δύο γλώσσες;
Οι περισσότεροι γονείς επιθυμούν μιαν απάντηση πριν ακόμη το παιδί γεννηθεί. Οι πρώτοι συνήθως στους οποίους απευθύνονται είναι οι Παιδίατροι Νοητικής Ανάπτυξης.
Θα ενδιαφέρονταν λιγότερο, αν ήξεραν πόσο εύκολα ένα παιδί αλλάζει τις γλώσσες, πόσο εύκολα τα καταφέρνει και με τις δύο, γιατί δεν αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για δύο διαφορετικές γλώσσες.
ΟΙ ΓΛΩΣΣΕΣ ΜΟΙΑΖΟΥΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥΣ
Πριν ακόμη το παιδί αρχίσει να λέει τους δικούς του γλωσσικούς διπλωματισμούς συλλαβών’ κατέχει όλες τις γλώσσες του κόσμου. Βρίσκει ηχητικές συνδέσεις, τις οποίες αυτό ακούει και τις εξασκεί. Άλλωστε, οι πρώτες λέξεις που οι γονείς μιλούν με το παιδί ακούγονται σε πολλές γλώσσες το ίδιο.
Σχεδόν όλα τα παιδιά του πλανήτη μας λένε ‘μαμά’ και εννοούν ‘πείνα’ ή ‘φαγητό’. Η ίδια λέξη στα λατινικά σημαίνει μητρικό στήθος. Σχεδόν όλα τα παιδιά λένε ‘μπαμπά’ ή ‘papa’που και στα Ισπανικά είναι ‘tata’ ,στα Τούρκικα ‘aba’στα Ιταλικά και στη μαλαισιανή γλώσσα ‘bata’ στα Ρώσικα ‘ t ja ja’.
Επίσης σε πολλές γλώσσες ακούγονται οι λέξεις ‘βάου-βάου’ και ‘ντα-ντα’ και άλλες πολλές εντελώς ίδιες.
Με τα παραπάνω γίνεται σαφές, οτι τα βρέφη χωρίς κόπο και ιδιαίτερη προσπάθεια μπορούν να μάθουν δύο γλώσσες μαζί ,αρκεί οι γονείς να προσέχουν οτι αυτά αναπτύσσονται ψυχοκινητικά φυσιολογικά, δεν παρουσιάζουν έντονη καθυστέρηση ή διαταραχές της ομιλίας τους και φυσικά να μην είναι πολύ απαιτητικοί απ’ αυτά και να ακολουθούν κάποιους απλούς και σωστούς κανόνες συμπεριφοράς.
ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΣΤΑΘΕΡΗ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ
Κατ’ αρχάς είναι γεγονός ότι το μικρό παιδί συνδέει την ομιλία με το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται. Έτσι πρέπει οι γονείς να μιλούν σταθερά ο καθένας στη δική του γλώσσα γιατί οι συνεχείς αλλαγές στις δύο γλώσσες μπορεί να μπερδέψουν το παιδί.
Εάν κάποιος προσέξει παιδιά που μιλούν δύο γλώσσες θα προσέξει ότι:
Τα παιδιά απαντούν πάντα στη γλώσσα που έχουν ερωτηθεί.
Τα παιδιά που μαθαίνουν δύο γλώσσες, δε μαθαίνουν τις διπλάσιες λέξεις από ένα παιδί που μιλά μόνο μία γλώσσα αλλά τις ίδιες στις δύο γλώσσες. Έτσι μιλούν στην κάθε γλώσσα μ’ ένα φτωχότερο λεξιλόγιο από έναν συνομήλικο τους
Τα γραμματικά λάθη είναι περισσότερα γι΄αυτό οι γονείς δεν πρέπει συνεχώς να τα διορθώνουν με αυστηρότητα αλλά να αφήνουν το παιδί πρώτα να εκφραστεί ελεύθερα και στη συνέχεια να το επαναλαμβάνουν οι ίδιοι σωστά και διακριτικά.
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΟΥ ΔΙΑΨΕΥΣΤΗΚΑΝ
Πολλοί θεωρούσαν και θεωρούν ακόμα, ότι η διγλωσσία διαταράσσει την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας ενός παιδιού και ότι αυτό δε μπορεί να ανήκει σ΄έναν ευρύτερο γλωσσικό χώρο. Αυτές είναι παλαιές απόψεις από την αμερικανική βιβλιογραφία που σήμερα δεν είναι αποδεκτές.
Προ ετών επιχειρήθηκε στην Αμερική μία μίξη της μητρικής γλώσσας των μεταναστών με την Αγγλική. Οι ερευνητές παρατήρησαν ότι αυτοί οι πληθυσμοί έγιναν γλωσσικά φτωχότεροι κι ότι έχασαν ένα μέρος της ταυτότητάς τους. Αυτό όμως, στη συνέχεια, αποδόθηκε όχι στη διγλωσσία αλλά σε ρατσιστικά αίτια.
Σήμερα σε διάφορες έρευνες έφηβοι και ενήλικες που ρωτήθηκαν στο θέμα της ταυτόχρονης εκμάθησης των δύο μητρικών τους γλωσσών απάντησαν θετικά. Θεωρούν ότι έτσι έγιναν περισσότερο φιλικοί στις κοινωνικές συναναστροφές τους, μεγαλόψυχοι και διαλλακτικοί στις σχέσεις τους.
ΟΣΟ ΝΩΡΙΤΕΡΑ…ΤΟΣΟ ΚΑΛΥΤΕΡΑ
Φυσικά δεν πρέπει να περιμένει κανείς να γίνει ένα παιδί τριών χρονών για να αρχίσει να του μιλά σε δύο γλώσσες.
Αν αυτό συμβεί καθυστερημένα, τότε το παιδί μαθαίνει τη δεύτερη γλώσσα όχι πλέον σαν μητρική αλλά όπως κάθε άλλη ξένη γλώσσα.
Στην Ευρώπη βέβαια, των ανοιχτών συνόρων, που χρησιμοποιούνταν εξήντα γλώσσες και διάλεκτοι είναι κι αυτό κάτι απαραίτητο αλλά φυσικά όχι το ίδιο όπως το μεγάλωμα εξ΄αρχής με δύο μητρικές γλώσσες.
Τούτο διότι κι αν ακόμη το παιδί δε χρησιμοποιήσει τη μία απ΄αυτες, μπορεί να τη δραστηριοποιήσει και πάλι πολύ γρήγορα, γεγονός που δε συμβαίνει με μία ξένη γλώσσα που μαθαίνει κανείς αργότερα.
Θα πρέπει, λοιπόν, όλοι οι ειδικοί που ασχολούνται με την προώθηση ή αποκατάσταση διαταραχών της ψυχοκινητικής και νοητικής των παιδιών να είναι σε θέση να δώσουν μία σαφή απάντηση στους γονείς εξατομικεύοντας την ανάλογα με τη περίπτωση προκειμένου να αποφευχθεί η αβεβαιότητα και η ταλαιπωρία των γονέων προς αναζήτηση λύσης του προβλήματος.